A to be stiff-necked, refractory, contumacious, PPetr.3p.136 (iii B. C.).
παλιτραχηλιζω (Α)είμαι σκληροτράχηλος, είμαι πείσμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τραχηλίζω (< τράχηλος)].