παλιτραχηλίζω
From LSJ
English (LSJ)
to be stiff-necked, refractory, contumacious, PPetr.3p.136 (iii B. C.).
Greek Monolingual
παλιτραχηλιζω (Α)
είμαι σκληροτράχηλος, είμαι πείσμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τραχηλίζω (< τράχηλος)].
Full diacritics: πᾰλιτρᾰχηλίζω | Medium diacritics: παλιτραχηλίζω | Low diacritics: παλιτραχηλίζω | Capitals: ΠΑΛΙΤΡΑΧΗΛΙΖΩ |
Transliteration A: palitrachēlízō | Transliteration B: palitrachēlizō | Transliteration C: palitrachilizo | Beta Code: palitraxhli/zw |
to be stiff-necked, refractory, contumacious, PPetr.3p.136 (iii B. C.).
παλιτραχηλιζω (Α)
είμαι σκληροτράχηλος, είμαι πείσμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τραχηλίζω (< τράχηλος)].