πανάμωμος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A all-blameless, Simon.5.17.

German (Pape)

[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.

Greek Monolingual

πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.

Greek Monotonic

πᾰνάμωμος: -ον, εντελώς αγνός, σε Σιμων.