ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
και άψεγος -η, -ο (AM ἄψογος, -ον)ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτοςνεοελλ.1. αλάθητος2. καθαρός, διάφανος.