άψογος

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

και άψεγος -η, -ο (AM ἄψογος, -ον)
ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτος
νεοελλ.
1. αλάθητος
2. καθαρός, διάφανος.