ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
και άψεγος -η, -ο (AM ἄψογος, -ον)ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτοςνεοελλ.1. αλάθητος2. καθαρός, διάφανος.