αγνός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁγνός, -ή, -όν)
1. ο ηθικά καθαρός, αμόλυντος, άσπιλος
2. (για πρόσωπα) παρθένος, παρθενικός
νεοελλ.
1. αγαθός, απονήρευτος
2. χρηστός, ενάρετος
3. (με υλική έννοια) γνήσιος, ανόθευτος
αρχ.
1. (για τόπους και πράγματα αφιερωμένα σε θεούς) ιερός, αγιασμένος, άγιος
2. καθαρός από φονικό αίμα, αθώος
3. έντιμος, δίκαιος, αμερόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἅγιος και με το σανσκρ. yajna (= λατρεία τών θεών, θυσία). Η λέξη φαίνεται συνώνυμο της λ. ἅγιος, αλλά είναι αρχαιότερη. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεότητες. Στην ποίηση μετά τον Όμηρο παίρνει την έννοια του «καθαρού», «αγνού», «σεμνού», ενώ στον Θουκυδίδη έχει τη σημασία του «μη μιασμένου» από αίμα
«αγνά θύματα», σε αντίθεση προς «τα ιερεία». Στους νεώτερους χρόνους η λ. δηλώνει τον «χρηστό», τον «ενάρετο». Αντίθετα η λ. ἅγιος είναι νεώτερη και η αρχική της σημασία είναι ο «φοβερός», ο «απαγορευμένος», έννοιες που ποτέ δεν έχει το ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεύω, ἁγνίζω, ἁγνοσύνη
νεοελλ.
αγνότητα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁγνοδικεῖς, ἁγνοποιός, ἁγνοπολοῦμαι, ἁγνόρυτος
μσν.
ἁγνόστομος, ἄναγνος
νεοελλ.
αγνομέταξος].