πανοικεσία
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Greek Monolingual
και πανοικησίᾳ Α
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῦν
το», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πανοικεσία < παν- + -οικεσία (< θ. οἰκέτ- του οἰκέτ-ης με συριστικοποίηση του -τ- + κατάλ. -ία), πρβλ. απ-οικεσία, κατ-οικεσία. Ο τ. πανοικησίᾳ < παν- + οἴκησις.