παραθηλάζω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
A nurse at the breast as well as another child, BGU1106.30 (i B. C.), etc.
Greek Monolingual
Α
θηλάζω νεογνό εκ παραλλήλου με το δικό μου, είμαι παραμάννα.