παρακαταζεύγνυμι
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
A add besides, ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν Diotog. ap. Stob.4.1.96.
Greek Monolingual
Α
προσάπτω, προσαρμόζω επί πλέον («παρακαταζεύγνυμι ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν», Διοτογ.).