παχύρραβδος

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύρραβδος Medium diacritics: παχύρραβδος Low diacritics: παχύρραβδος Capitals: ΠΑΧΥΡΡΑΒΔΟΣ
Transliteration A: pachýrrabdos Transliteration B: pachyrrabdos Transliteration C: pachyrravdos Beta Code: paxu/rrabdos

English (LSJ)

ον,

   A with thick shoots, Dsc.[1.14] (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

παχύρραβδος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχείας, χονδρὰς ῥάβδους, «ἔστι δέ τι λεγόμενον κιννάμωμον, ὃ ἔνιοι ψευδοκιννάμωμον καλοῦσιν εὐερνὲς καὶ παχυρραβδότερον» Διοσκ. 1, 13 σελ. 26 ἐν ὑποσημ. ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χοντρές ράβδους ή ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + ῥάβδος (πρβλ. πολύ-ρραβδος)].