περιθρύλητος

Revision as of 18:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῡ] and περίθρῡλος, ον,

   A famous, Tz.H.8.371, 7.929. Adv. -ήτως Cat.Cod.Astr.8(4).205.

Greek (Liddell-Scott)

περιθρύλητος: καὶ περίθρῡλος, ον, ὡς τὸ περιβόητος, περίφημος, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 372, κλ.

Greek Monolingual

-ον, Μ περιθρυλούμαι
πολυθρύλητος, περίφημος.
επίρρ...
περιθρυλήτως
με πολύ μεγάλη φήμη.