περιβόητος
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
περιβόητον, Dor. περιβόατος, poet. περίβωτος (q.v.),
A noised abroad, much talked of, famous, π. τινὰ ποιεῖν D.34.29, cf. Com.Adesp.120; π. ξένοι Men.Pk.281; π. λαβρώνιος Hipparch.Com.3; π. στιχίδια Plu. Per.30; π. καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην ἱερόν LXX 2 Ma.2.22; ὁ στόλος… π. ἐγένετο Th.6.31, cf. D.40.11; μέγα καὶ π. ἔργον Men.402.3.
2 in bad sense, notorious, scandalous, ἵνα μὴ π. εἴην Lys.3.30; π. ἐργαστήριον Antiph.25; ταύτης τῆς… αἰσχρᾶς καὶ περιβοήτου συστάσεως D. 18.297, cf. Din.2.15. Adv. περιβοήτως = notoriously, Aeschin.1.113, D.17.5.
3 [Ἄρης] περιβόατος ἀντιάζων meeting me amid shouts and cries, S.OT192 (lyr.); περιβοήτους ἀπεργάζεται makes them utter frantic cries, Pl.Phlb. 45e.
German (Pape)
[Seite 570] 1) rings umher ausgeschrieen, gew. im schlimmen Sinne, wie unser »verschrieen«, »berüchtigt«; πονηρία παρὰ πᾶσι περιβ., Din. 2, 15; Lys. 3, 30 u. Sp., wie D. Sic. 14, 76; doch auch im guten Sinne, berühmt, ἐν τῇ ποιήσει, Her. v. Hom. 24; ὁ στόλος τόλμης θάμβει καὶ ὄψεως λαμπ ρότητι περ. ἐγένετο, Thuc. 6, 31; Pol. u. a. Sp. – 2) umschrieen, von Lärm umgeben; Ἄρης, Soph. O. R. 192, Schol. περὶ ὃν ἕκαστος βοᾷ, der andere Schol. faßt es aktiv., περιβοῶν. Bei Plat. Phil. 45 e, ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ περιβοήτους ἀπεργάζεται, macht, daß sie laut aufschreien. – Adv., Dem. 17, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 proclamé tout autour ; généralement connu ; en mauv. part décrié, discrédité ; en b. part célèbre;
2 qui vit au milieu du tumulte ou qui se plaît au milieu du tumulte.
Étymologie: περί, βοάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιβόητος -ον, Dor. περιβόᾱτος [περί, βοάω] beroemd:. οἱ ξένοι οἱ περιβόητοι de beroemde huurlingen Men. Peric. 531. berucht:. τῆς οὕτως αἰσχρᾶς καὶ περιβοήτου συστάσεως van zo’n schandalige en beruchte samenzwering Dem. 18.297. schreeuwend:. περιβόητος ἀντιάζων onder luid geschreeuw tegemoet tredend Soph. OT 192; ἡ σφόδρα ἡδονὴ... περιβοήτους ἀπεργάζεται hun extreme lustgevoel maakt hen razend Plat. Phlb. 45e.
Russian (Dvoretsky)
περιβόητος: Anth. περίβωτος 2
1 всем известный, знаменитый (στόλος Thuc.; μέγα καὶ περιβόητον ἔργον Men.);
2 пресловутый, скандальный (σύστασις Dem.): π. γενέσθαι Lys. стать достоянием пересудов;
3 крикливый, шумливый (Ἄρης Soph.).
Spanish
famoso, de mala fama, malfamado, malafamado
Greek Monolingual
-η, -ο / περιβόητος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α περιβοώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τον γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος, ὁ ἐπὶ κακοῦ ἢ ἀγαθοῦ φήμην ἔχων»
2. (κυρίως για κακή φήμη) διαβόητος
3. αυτός που περικυκλώνεται από φωνές, ταραχές
4. (ως επίθ. του Άρεως) αυτός που προκαλεί δυνατή βοή.
επίρρ...
περιβοήτως Α
κατά τρόπο περιβόητο, διαβόητο.
Greek Monotonic
περιβόητος: -ον, ποιητ. περί-βωτος·
I. 1. διαδεδομένος, πολυσυζητημένος, φημισμένος, σε Θουκ., Δημ.
2. με αρνητική σημασία, διαβόητος, σεσημασμένος, σκανδαλώδης, σε Δημ.· επίρρ. -τως, διαβόητα, περιβόητα, σε Αισχίν., Δημ.
II. αυτός που έρχεται μαζί ή ανάμεσα σε κραυγές, επιθ. για τον Άρη, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιβόητος: -ον, ποιητ. περίβωτος, ὃ ἴδε· (περιβοάω)· ― ὡς καὶ νῦν, οὗ ἡ φήμη εἶναι διαδεδομένη, περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, π. τινα ποιεῖν Δημ. 915. 25· ὁ στόλος... π. ἐγένετο Θουκ. 6. 31, πρβλ. Δημ. 1011. 19· κατείργασται μέγα καὶ περιβόητον ἔργον Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 3. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, διάσημος, διαβόητος, σκανδαλώδης, Λυσ. 99. 7, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· ταύτης τῆς... αἰσχρᾶς καὶ περιβοήτου συστάσεως Δημ. 324. 29. πρβλ. Δείναρχ. 107. 4· ― Ἐπίρρ. -τως, Αἰσχίν. 16. 6, Δημ. 213. 6. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἠχηρῶς βοῶν, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, περιβόητος ἀντιάζων, συναντῶν με μετὰ βοῶν καὶ κραυγῶν, Σοφ. Ο. Τ. 192, παρὰ Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 45Ε, περιβοήτους ἀπεργάζεται, κάμνει αὐτοὺς μανιωδῶς νὰ κραυγάζωσι, πρβλ. 47Α.
Middle Liddell
περι-βόητος, ον,
I. poet. περί-βωτος, noised abroad, much talked of, famous, Thuc., Dem.
2. in bad sense, notorious, scandalous, Dem.:—adv. -τως, notoriously, Aeschin., Dem.
II. with or amid shouts, epithet of Ares, Soph.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
nobilis, noble, renowned, 6.31.6.
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye