πολυθρύλητος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῡ], ον (freq. written πολυθρύλλητος in codd.), much-spoken-of: hence, well-known, notorious, [Thales] 3, Pl.R.566b, Phd.100b, Plb.9.31.4, Plot.1.4.5. Adv. πολυθρυλήτως = with many discourses, notoriously Vett.Val. 285.31, Poll.6.207.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on parle beaucoup, fameux, célèbre.
Étymologie: πολύς, θρυλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυθρύλητος -ον [πολύς, θρυλέω] veelbesproken, welbekend.
Russian (Dvoretsky)
πολυθρύλητος: (ῡ) служащий предметом многих толков, часто обсуждаемый, т. е. общеизвестный Plat., Polyb., Luc., Plut.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυθρύλητος και πολυθρύλλητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι, ονομαστός («καὶ εἶμι πάλιν ἐπ' ἐκεῖνα τὰ πολυθρύλητα», Πλάτ.).
επίρρ...
πολυθρυλήτως ΝΑ και πολυθρύλητα Ν
με πολυθρύλητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρυλοῦμαι (πρβλ. πασιθρύλητος)].
Greek Monotonic
πολυθρύλητος: [ῡ], -ον (θρυλέω), αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, διάσημος, περιβόητος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθρύλητος: [ῡ], -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περιλάλητος, ὅθεν διάσημος, περιβόητος, Πλάτ. Πολ. 566Β, Φαίδων 100Β, Πολύβ. 9. 13, 4. ― Κατὰ Σουΐδ.: «πολυθρύλητον· πεφημισμένον, διαβεβοημένον, ὀνομαστότατον». Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Ϛ΄, 207.
Middle Liddell
πολυ-¯θρύλητος, ον, θρυλέω
much-spoken-of, well known, notorious, Plat.