περικυκλώ

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῡμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.