τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν πιπέρι/ πέπερι(αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι.