πλαστικάριος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ὁ,
A potter (?), PSI8.955 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. αγγειοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μουσι-άριος].