ποδοστρόφος
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που στριφογυρίζει τα πόδια του στον χορό ([για τη Σαλώμη] «μαιναδογενὴς ποδοστρόφος», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -στροφός (< στρέφω), πρβλ. νευροστρόφος.