πολύασπις
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ιδος,
A many-shielded, i.e. of a large host, [ὕβρις] Inscr.Cos350.
Greek Monolingual
-άσπιδος, ὁ, ἡ, Α
(για στρατό) αυτός που φέρει πολλές ασπίδες, πολλούς ασπιδοφόρους, πολυπληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρ-ασπις, ρίψ-ασπις)].