πορνείο
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
το / πορνεῖον, ΝΜΑ
οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, κν. μπορδέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + κατάλ. -εῖον (πρβλ. χαμαιτυπ-είον)].