ποταμήσιος

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει στο ποτάμι ή προέρχεται από αυτό (α. «ποταμήσια άμμος» β. «ποταμήσια ψάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].