ποταμήρυτος

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].

German (Pape)

(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.