προχόη

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

(B), ἡ,

   A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.

Greek (Liddell-Scott)

προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.

Greek Monolingual

ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).

Greek Monotonic

προχόη: ἡ, = πρόχοος, σε Ανθ.