προχόη
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, = πρόχοος (pitcher) 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47. See also προχοή.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προχόη -ης, ἡ [προχέω] schenkkan.
Russian (Dvoretsky)
προχόη: ἡ кружка, сосуд (χρυσέη Anth.).
Greek Monolingual
ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).
Greek Monotonic
προχόη: ἡ, = πρόχοος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.