ρολογάδικο
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
το, Ν
κατάστημα πώλησης ή επισκευής ρολογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρολογάς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατάδικο)].