σαλίγκαρος
From LSJ
Greek Monolingual
και σαλίγγαρος, ο, Ν
1. το σαλιγκάρι
2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων
3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιγκάρι / σαλιγγάρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρος)].