ἀπαυλισμός
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ὁ, seems to be used of
A a moon-stroke or fit caused by sleeping in the moonlight, Poet. de herb.173.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυλισμός: ὁ, σεληνιασμός, νομιζόμενος ὅτι προέρχεται ἐκ τοῦ κοιμᾶσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Ποιητ. Διδακτ. ἔκδ. Διδ. σ. 173.