σαρκόβλαστος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις, χοντρούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + βλαστός (πρβλ. λεπτόβλαστος)].