σιτόβολον
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
τό, v. σιτοβολών.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το σιτοβόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ον].