σιτώ
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
σιτῶ, -έω, ΝΜΑ σῑτος
νεοελλ.
παρέχω τροφή, σιτίζω
μσν.-αρχ.
τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)
αρχ.
(κυρίως το μέσ.) σιτοῦμαι, -έομαι
1. τρώω
2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», Ηρόδ.).