σκαλωτός
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].