σκαλωσιά

From LSJ
Revision as of 16:14, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(δομ.) το ικρίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ- του αορ. σκάλωσα του σκαλώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].