σκαλωσιά
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
η, Ν
(δομ.) το ικρίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ- του αορ. σκάλωσα του σκαλώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
η, Ν
(δομ.) το ικρίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ- του αορ. σκάλωσα του σκαλώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].