Σόλοι

From LSJ
Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.

Russian (Dvoretsky)

Σόλοι: οἱ Солы
1) город на сев.-зап. берегу Кипра Aesch., Her.;
2) впосл. Πομπηϊούπολις, приморский г. Киликии, родина философа Хрисиппа, комедиографа Филемона и поэта Арата Xen.