Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
και σπαγγοθήκη, η, Ν
θήκη σπάγκου, ιδίως ως εξάρτημα αυτοδετικής θεριστικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + θήκη (πρβλ. αυγοθήκη)].