σπανοκαρπία

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of fruit, D.S.5.39.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, Seltenheit der Früchte, Mangel daran, D. Sic. 5, 38, v. l. στενοκαρπία.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνοκαρπία: ἡ, ἔλλειψις καρποῦ, Διόδ. 5. 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῡσι δὲ», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -καρπία (< -καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ-καρπία].

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνοκαρπία: ἡ недостаток плодов, недород Diod.