adv.de Sparte.Étymologie: Σπάρτη, -θεν.
Αεπίρρ. από τη Σπάρτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λιβύη-θεν)].
Σπάρτηθεν: adv. из Спарты Hom.