Σπάρτηθεν

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λιβύηθεν)].

Russian (Dvoretsky)

Σπάρτηθεν: adv. из Спарты Hom.

Middle Liddell

from Sparta, Od.