στειπτός

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

German (Pape)

[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.

Greek (Liddell-Scott)

στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.

Greek Monotonic

στειπτός: -ή, -όν, βλ. στιπτός.