στρατήγιον

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

(in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,

   A general's tent, S. Aj.721.    2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50.    3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.).    4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16.    5 camp, Suid. (citing S. l.c.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d’Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.

Greek Monotonic

στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.