συγκαταδικάζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

German (Pape)

[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).