συγκρατητικός

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ικανός ή κατάλληλος να συγκρατεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκράτηση. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ικανός ή κατάλληλος να συγκρατεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκράτηση. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].