φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώαυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.