συναρχηγός

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].

Greek Monolingual

ο, Ν
ο από κοινού αρχηγός με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].