ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ο, Νο από κοινού αρχηγός με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].