συνδιακυβερνώ
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.
-άω, ΜΑ
διακυβερνώ μαζί με άλλον.