διακυβερνώ

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

(Α διακυβερνῶ, -άω)
κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω.