συναπάντημα

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλόςκακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλόςκακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.