συνδιασώζω
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
German (Pape)
[Seite 1008] (s. σώζω), mit od. zugleich retten, erhalten; Thuc. 4, 62. 6, 89 u. öfter; καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ, Plat. Conv. 220 e; Isocr. 19, 20; συνδιασῶσαί μοι τὴν οὐσίαν, Dem. 28, 15.
Greek Monolingual
ΜΑ
διασώζω από κοινού με άλλους, βοηθώ κι εγώ στη διάσωση προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», Πλάτ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
διασώζω από κοινού με άλλους, βοηθώ κι εγώ στη διάσωση προσώπων ή πραγμάτων («συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ», Πλάτ.).