διάσωση

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

η (Μ διάσωσις)
σωτηρία, απαλλαγή από κίνδυνο
νεοελλ.
διατήρηση από τη φθορά του χρόνου («διάσωση κειμηλίων»)
μσν.
ασφαλής μεταφορά.