ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
σύνεξ: ἓξ ὁμοῦ, σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῦντες μέτριον ἀνήλισκον Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. συμμορία.
A
έξι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕξ «έξι»].
A
έξι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕξ «έξι»].