συνεργατικός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία
2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική
συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία
2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική
συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].