συνεργασία

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργᾰσία Medium diacritics: συνεργασία Low diacritics: συνεργασία Capitals: ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: synergasía Transliteration B: synergasia Transliteration C: synergasia Beta Code: sunergasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A company or guild of fellow-workmen, ἡ σ. τῶν ἀργυροκόπων SIG1263 (Smyrna), cf. JHS54.75 (ibid.), SIG704H26 (Delph., ii B.C.), OGI495.6 (Cibyra); ἡ τῶν γναφέων σ. IGRom.4.643 (Acmonia).
II a place where many slaves are lodged, a workers' barracks, Lat. ergastulum, εἰς σ. ἐμβαλεῖν D.S.20.13, 34/5.2.36.

German (Pape)

ἡ, gemeinschaftliche Arbeit. – Ein Arbeitshaus, in welchem mehrere Sklaven gemeinschaftlich arbeiten, ergastulum, DS. 20.13.

Russian (Dvoretsky)

συνεργᾰσία:работный дом, место принудительных работ (для рабов) (εἰς συνεργασίαν ἐμβαλεῖν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεργᾰσία: ἡ, ἑταιρεία, ἀδελφότηςσύνδεσμος ἐργατῶν, ἡ σ. τῶν ἀργυροκόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3154, πρβλ. 3304· ἡ τῶν γναφέων σ. αὐτόθι (προσθῆκαι) 3858e. ΙΙ. τόπος ἔνθα πολλοὶ ἐργάται ἐργάζονται ὁμοῦ, ἐργαστήριον, Λατ. ergastulum, εἰς σ. ἐμβαλεῖν Διόδ. 20. 13, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συνεργάζομαι
νεοελλ.
1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο
2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική»)
3. (κοινων.) μορφή αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ομάδες ή άτομα που συνδέουν αμοιβαία τις δραστηριότητές τους για την από κοινού επιτέλεση ενός έργου, για την επίτευξη κοινών στόχων, σύμπραξη (α. «εκλογική συνεργασία» β. «πολιτική συνεργασία»)
4. (οικον.) μορφή οικονομικής δράσης και οργάνωσης με την οποία άτομα ή ομάδες που έχουν τα ίδια συμφέροντα συνενώνονται στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας με επιδίωξη το κοινό όφελός τους
5. (βιολ.-οικολ.) μορφή αλληλεξάρτησης, αλληλεπίδρασης και συμπληρωματικότητας μεταξύ τών οργανισμών που διαβιούν σε ένα περιβάλλον και παρέχουν αμοιβαία υπηρεσίες ο ένας στον άλλο για την κοινή επιβίωση τους
6. (πολ. διεθν. δίκ.) μορφή σχέσεων μεταξύ κρατών ή πολιτικών σχηματισμών για την από κοινού επίλυση οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών προβλημάτων στη βάση της ισοτιμίας και του αμοιβαίου οφέλους
7. φρ. «οικονομική συνεργασία» — μέθοδος με την οποία άτομα, επιχειρήσεις ή κράτη, έχοντας κοινά συμφέροντα, συγκροτούν οικονομικούς οργανισμούς στους οποίους όλα τα μέλη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τα προκύπτοντα κέρδη και οφέλη κατανέμονται μεταξύ τών εταίρων κατ' αναλογία προς την συμμετοχή τους στην εταιρική δραστηριότητα
αρχ.
1. σωματείο εργατών
2. εργαστήριο με πολλούς δούλους.